Δεν φεύγουν έτσι αυτοί οι άνθρωποι. Δεν πεθαίνουν στα δελτία ειδήσεων, απλώς αλλάζουν δωμάτιο. Ο Διονύσης Σαββόπουλος ήταν από εκείνους που δεν χωρούσαν σε κατηγορία, ούτε αριστερός ούτε δεξιός, ούτε λαϊκός ούτε λόγιος, ούτε «παλιός» ούτε «καινούριος». Ήταν απλώς ο εαυτός του, και αυτό, στην Ελλάδα, είναι κατόρθωμα.
Δεν ήταν απλώς ένας απλός τραγουδοποιός, αλλά ένας καθρέφτης. Γιατί ο Σαββόπουλος δεν τραγούδησε μόνο για την Ελλάδα… τραγούδησε την Ελλάδα. Με τα λάθη της, τις παραμορφώσεις της, την αφέλειά της και την ακατανόητη ομορφιά της. Μίλησε για εκείνη τη χώρα που γελάει την ώρα που καίγεται και που πάντα, στο τέλος, βρίσκει μια μελωδία να τη συγχωρέσει.
Ήξερε να ενοχλεί. Να μην αρέσει σε όλους. Και αυτό τον έκανε μεγάλο. Σε μια εποχή που οι περισσότεροι διαλέγουν στρατόπεδο για να υπάρξουν, εκείνος διάλεξε να είναι μόνος του και να λέει αυτά που σκεφτόταν. Άλλοτε με ειρωνεία, άλλοτε με τρυφερότητα, μα πάντα με αλήθεια. Ένας διαρκής μονόλογος ανάμεσα στην παράδοση και τον μοντερνισμό, στο χθες και στο αύριο.
Η γενιά του είχε περάσει φωτιές και νερά. Ο ίδιος τις τραγούδησε. Την επανάσταση που δεν έγινε ποτέ, τη Μεταπολίτευση που υποσχέθηκε τα πάντα και κράτησε λίγα, την αριστερά που έγινε εξουσία και τη δεξιά που φόρεσε τη μάσκα του πολιτισμού. Ο Σαββόπουλος στάθηκε ανάμεσα τους με μια κιθάρα και μια ειρωνική γκριμάτσα, σαν να έλεγε: «Όλα καλά παιδιά, αλλά το παραμύθι δεν το πιστεύω ούτε εγώ».
Στην πορεία έγινε και ο ίδιος μύθος. Και, όπως όλοι οι μύθοι, προκάλεσε και φθόνο και απορίες. Τον κατηγόρησαν πως άλλαξε, πως «μαλάκωσε», πως συμβιβάστηκε. Ίσως. Αλλά τουλάχιστον είχε τη γενναιότητα να το κάνει φανερά, χωρίς να παριστάνει τον αιώνιο επαναστάτη. Γιατί το να αλλάζεις δημόσια, χωρίς να χάνεις το μέτρο σου, είναι κι αυτό μια μορφή αλήθειας.
Αν κάτι μένει σήμερα, είναι αυτή η σπάνια αίσθηση ότι υπήρξε ένας καλλιτέχνης που μπόρεσε να συνθέσει την Ελλάδα μέσα του. Να βάλει τον Θεσσαλονικιό φιλόσοφο, τον πολιτικοποιημένο φοιτητή, τον Αθηναίο μποέμ, τον πατέρα, τον ειρωνικό τηλεθεατή, σε έναν και μόνο άνθρωπο και να τους κάνει τραγούδι.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος έζησε όπως τραγούδησε: με ρίσκο, με τρυφερότητα και με μια αθεράπευτη περιέργεια για τον κόσμο. Ήταν ο τελευταίος που τόλμησε να είναι ο εαυτός του. Και αυτό, σε μια χώρα που αγαπά τους ήρωες αλλά δυσκολεύεται να τους καταλάβει, είναι ίσως το πιο μεγάλο του τραγούδι.