Η ελληνική εξωτερική πολιτική σε διπλωματικό αδιέξοδο

Σε μια εποχή γεμάτη γεωπολιτικές προκλήσεις, η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας αποδεικνύεται άτολμη και προβλέψιμη. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιλέγει να ευθυγραμμίζεται με τους ισχυρούς χωρίς να χαράσσει αυτόνομη στρατηγική. Το αποτέλεσμα είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει καμία παρουσία στα μεγάλα διπλωματικά τραπέζια, ούτε επιρροή στις αποφάσεις που διαμορφώνουν το νέο παγκόσμιο τοπίο.

Παρότι το αφήγημα της κυβέρνησης μιλά για πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, η πραγματικότητα δείχνει το αντίθετο. Η Αθήνα, αντί να διαδραματίζει ρόλο διαμεσολαβητή ή πυλώνα σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο, έχει μετατραπεί σε απλό παρατηρητή. Οι σχέσεις της με τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι μονοδιάστατες, περιορισμένες σε αμυντικές συμφωνίες, ενώ η επαφή με τη Ρωσία είναι σχεδόν ανύπαρκτη, σε βαθμό διπλωματικής ψύχρανσης.

Αν η Ελλάδα είχε ενεργό ρόλο, θα μπορούσε να αξιοποιήσει την ιστορική της θέση και τις σχέσεις της τόσο με τη Δύση όσο και με την Ανατολή. Όμως η κυβέρνηση επιλέγει τη σιωπή, την υποταγή και την απουσία από τις διεθνείς εξελίξεις. Το τίμημα αυτής της απουσίας θα το δούμε να πληρώνεται στο άμεσο μέλλον.

Το παρασκήνιο της συνόδου Τραμπ Πούτιν στην Αλάσκα

Η είδηση της επερχόμενης συνάντησης ανάμεσα στον Ντόναλντ Τραμπ και τον Βλαντίμιρ Πούτιν αιφνιδίασε τη διεθνή κοινότητα. Πρόκειται για την πρώτη επίσημη συνάντηση κορυφής ανάμεσα στους ηγέτες των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας εδώ και περισσότερα από τέσσερα χρόνια. Παρόλο που το διπλωματικό έδαφος ανάμεσα στις δύο χώρες είναι γεμάτο εντάσεις, η απόφαση για αυτή τη συνάντηση λήφθηκε ξαφνικά, μέσα σε λίγες ημέρες, με τις προετοιμασίες να γίνονται σχεδόν εν κρυπτώ.

Το σημείο αιχμής στην επιλογή του τόπου διεξαγωγής ήταν η γεωπολιτική ουδετερότητα αλλά και οι νομικές περιπλοκές. Μετά την έκδοση εντάλματος σύλληψης από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο το 2023 κατά του Πούτιν, κάθε ευρωπαϊκή χώρα που είναι μέλος του ΔΠΔ αποτελούσε ρίσκο για τη Ρωσία. Η επιλογή της Ευρώπης αποκλείστηκε νωρίς. Παρότι ο Πούτιν πρότεινε τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Ουάσινγκτον ήταν αρνητική, καθώς ο Τραμπ δεν επιθυμούσε νέο υπερατλαντικό ταξίδι μετά την επίσκεψή του στη Σαουδική Αραβία τον Μάιο.

Με τις περισσότερες εναλλακτικές να εξανεμίζονται, έμειναν δύο πιθανές τοποθεσίες: Ουγγαρία και Ηνωμένες Πολιτείες. Η Ουγγαρία, με τον Βίκτορ Όρμπαν να διατηρεί στενές σχέσεις με αμφότερους τους ηγέτες, προσφέρθηκε άμεσα. Όμως οι Αμερικανοί διπλωμάτες εξέπληξαν πολλούς όταν ο Πούτιν συμφώνησε τελικά να ταξιδέψει στο έδαφος των ΗΠΑ, συγκεκριμένα στην Αλάσκα.

Η επιλογή της Αλάσκας δεν ήταν τυχαία. Εκτός από την απόσταση από τα κέντρα εξουσίας της Ανατολικής Ακτής, πρόκειται για περιοχή με ιστορική σύνδεση με τη Ρωσία. Η Αλάσκα ανήκε στη ρωσική αυτοκρατορία μέχρι το 1867, όταν πωλήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή η ιστορική σύνδεση φέρει έναν συμβολισμό που και οι δύο πλευρές γνωρίζουν καλά.

Αρχικά, η ομάδα του Τραμπ εξέτασε διάφορες τοποθεσίες εντός της πολιτείας, όπως το Τζούνο και το Φέρμπανκς. Ωστόσο, λόγω της αυξημένης τουριστικής κίνησης, οι διαθέσιμες εγκαταστάσεις ήταν ανεπαρκείς για να υποστηρίξουν μια συνάντηση τέτοιας εμβέλειας. Τελικά, η μόνη κατάλληλη επιλογή κρίθηκε η στρατιωτική βάση Joint Base Elmendorf Richardson, λίγο έξω από το Άνκορατζ, η οποία πληρούσε τα αυστηρά πρωτόκολλα ασφαλείας.

Παρότι ο Λευκός Οίκος ήθελε να αποφύγει την εικόνα φιλοξενίας του Ρώσου προέδρου σε στρατιωτική βάση, τα ζητήματα ασφαλείας υπερίσχυσαν. Το γεγονός πάντως ότι ο Πούτιν δέχθηκε να μεταβεί στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών – και μάλιστα σε περιοχή με αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις – αποτέλεσε πολιτική νίκη για τον Τραμπ, τουλάχιστον σε επικοινωνιακό επίπεδο.

Σύμφωνα με τον Τραμπ:
«Είναι τιμή μας που ο πρόεδρος της Ρωσίας έρχεται εδώ. Θα μπορούσε να ζητήσει να γίνει η συνάντηση αλλού. Δέχτηκε να έρθει. Αυτό λέει πολλά.»

Ωστόσο, αρκετοί στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών βλέπουν τη συμφωνία διαφορετικά. Ο πρώην σύμβουλος εθνικής ασφαλείας Τζον Μπόλτον δήλωσε δηκτικά:

«Η μόνη καλύτερη τοποθεσία για τον Πούτιν από την Αλάσκα θα ήταν η Μόσχα. Είναι ξεκάθαρη νίκη για τον Πούτιν, όχι για τις ΗΠΑ.»

Η εικόνα της συνόδου κορυφής αποκτά έτσι διαστάσεις ευρύτερες από τη διμερή διπλωματία. Πρόκειται για μια δυναμική πολιτική πράξη, με συμβολισμούς, στρατηγική πρόθεση και επικοινωνιακές παραμέτρους. Στο βάθος όλων αυτών όμως παραμένει η σιωπή της Ελλάδας, η οποία όχι μόνο δεν συμμετέχει, αλλά ούτε καταφέρνει να κατανοήσει τα παιχνίδια ισχύος που παίζονται.

Η αντίδραση της διεθνούς κοινότητας και η Ελλάδα

Η συνάντηση Τραμπ-Πούτιν στην Αλάσκα δεν αφορά μόνο τις δύο χώρες, αλλά έχει ήδη προκαλέσει αντιδράσεις σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Η αντίδραση από το εξωτερικό είναι ποικιλόμορφη και αποκαλύπτει τις διακυμάνσεις στις διεθνείς συμμαχίες και την ασταθή γεωπολιτική ισορροπία. Από τη μία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία προσπαθούν να βρουν κοινό έδαφος, από την άλλη, η Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδιαίτερα χώρες που βρίσκονται στο κοντινό τους περιβάλλον, ανησυχούν για τις συνέπειες αυτής της συνάντησης.

Η στάση της ΕΕ και η αποστασιοποίηση της Ελλάδας

Αναφορικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η συνάντηση Τραμπ-Πούτιν δημιουργεί αίσθημα αβεβαιότητας. Οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν συνήθως διαφοροποιημένες απόψεις σχετικά με την πολιτική της Ρωσίας και της Αμερικής, ενώ η Γερμανία και η Γαλλία προειδοποιούν για τις συνέπειες μιας πιθανής συμφωνίας που θα μπορούσε να υπονομεύσει τις ευρωπαϊκές προσπάθειες για την αποκατάσταση του διαλόγου με τη Ρωσία, ειδικά στον τομέα της ενέργειας και των κυρώσεων.Η Ελλάδα, όμως, παραμένει απούσα από αυτές τις συζητήσεις και δεν έχει καταφέρει να αναδείξει τη δική της θέση ή να προσφέρει λύσεις στη σύγκρουση. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ενώ διακηρύσσει το ενδιαφέρον της για την ενίσχυση των σχέσεων με τις ΗΠΑ, στην πραγματικότητα δεν έχει καταφέρει να έχει λόγο ή να επηρεάσει τις εξελίξεις που αφορούν το μέλλον της Ευρώπης και τη στρατηγική της απέναντι στη Ρωσία. Η στάση αυτή δείχνει μια διάχυτη αδυναμία να παίξει η Ελλάδα το ρόλο του μεσολαβητή ή του καταλύτη στις διεθνείς διπλωματικές συζητήσεις.Αντί να αξιοποιήσει την ευκαιρία να θέσει διπλωματικούς όρους που να αντανακλούν τα συμφέροντά της στην Ανατολική Μεσόγειο, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιλέγει να ακολουθήσει τις υποδείξεις των μεγάλων δυνάμεων, χωρίς να κάνει χρήση των σημαντικών διαύλων επικοινωνίας που έχει λόγω της γεωγραφικής της θέσης και των ισχυρών παραδόσεων στη διπλωματία. Ο Τραμπ και ο Πούτιν βρίσκονται σε διαρκή διάλογο, ενώ η Ελλάδα παραμένει θεατής.

Η απουσία ελληνικής στρατηγικής: Ένα ιστορικό παράδειγμα

Ανατρέχοντας στο παρελθόν, η Ελλάδα έχει αντιμετωπίσει κρίσιμες στιγμές, όπου θα μπορούσε να έχει αναλάβει ηγετικό ρόλο στην περιοχή και να φέρει τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Ρωσία στο τραπέζι. Παρά την ισχυρή στρατηγική της θέση ως μέλος του ΝΑΤΟ, η Αθήνα αποφεύγει να αναλάβει πρωτοβουλίες στη σύγκρουση στην Ουκρανία ή να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για συζητήσεις με τη Μόσχα για την ασφάλεια στην περιοχή της Μεσογείου.Η εξωτερική πολιτική του Μητσοτάκη φαίνεται να αναγνωρίζει μόνο τη διπλωματική ισχύ των μεγάλων δυνάμεων. Ωστόσο, η ανυπαρξία μιας ενιαίας στρατηγικής για την Ελλάδα σε περιόδους έντασης οδηγεί σε πολιτική αδράνεια, η οποία με τη σειρά της ενισχύει την απομόνωση της χώρας στην παγκόσμια σκηνή.

Τι σημαίνει αυτή η συνάντηση για τη διεθνή σκηνή και τις ελληνικές στρατηγικές ευκαιρίες

Η σύνοδος κορυφής Τραμπ-Πούτιν στην Αλάσκα αναμφίβολα αποτελεί σημείο καμπής στην παγκόσμια διπλωματία. Η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί στενά τη δυναμική που θα αναπτυχθεί μεταξύ των δύο ισχυρών ηγετών και την κατεύθυνση που θα δώσουν στις παγκόσμιες ισορροπίες. Η αποστασιοποίηση της Ελλάδας από αυτό το κρίσιμο γεγονός και η ανυπαρξία στρατηγικής αντίδρασης από την κυβέρνηση Μητσοτάκη αναδεικνύουν τη μακροχρόνια αδυναμία της χώρας να προβληθεί ως γεωπολιτικός παράγοντας στην Ευρώπη και τον κόσμο.Η Ελλάδα, που έχει μεγάλες δυνατότητες να αναδειχθεί σε γεωπολιτική δύναμη στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, χάνει την ευκαιρία να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση των μελλοντικών εξελίξεων στις διεθνείς σχέσεις. Χωρίς μια συντονισμένη εξωτερική πολιτική που να στηρίζεται σε πολυδιάστατες στρατηγικές, η Ελλάδα απλώς παρακολουθεί, ενώ θα μπορούσε να επωφεληθεί από το συγκρουσιακό περιβάλλον μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας για να ενισχύσει τη θέση της στην περιοχή.
Η συνάντηση Τραμπ-Πούτιν στην Αλάσκα προσφέρει έναν σημαντικό δείκτη για το μέλλον της διεθνούς πολιτικής και της διπλωματίας στον 21ο αιώνα. Η προετοιμασία για αυτή τη συνάντηση και τα θέματα που θα συζητηθούν, αποτελούν ισχυρά σημεία αναφοράς για τη σταθερότητα και τις μελλοντικές εξελίξεις στον κόσμο. Η Ελλάδα, ωστόσο, φαίνεται να μην εκμεταλλεύεται τη γεωπολιτική της θέση, στερώντας από τον εαυτό της την ευκαιρία να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο.Αν η χώρα θέλει να διατηρήσει την ισχυρή θέση που της προσφέρει η στρατηγική της θέση στη Μεσόγειο, θα πρέπει να προχωρήσει σε έναν νέο τρόπο σκέψης και δράσης στην εξωτερική πολιτική, ακολουθώντας ενεργά τις διεθνείς εξελίξεις και διαμορφώνοντας τη δική της πολιτική. Το μέλλον είναι γεμάτο προκλήσεις, και οι αποφάσεις που θα ληφθούν τις επόμενες ημέρες και μήνες θα καθορίσουν το μέλλον της διεθνούς σκηνής.

Από NEWSROOM

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

WordPress Ειδοποίηση Cookie από το Real Cookie Banner